Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Διδασκαλία ποίησης1

Αντί προλόγου …

  «Τι είναι το ποίημα;» Ας αποπειραθούμε να απαντήσουμε μαζί με τα παιδιά μας καθοδηγώντας τα να αποκωδικοποιήσουν τη γλώσσα της ποίησης και ενθερρύνοντάς τα να παραγάγουν δημιουργική ποιητική γραφή.
   Αν όντως, όπως διατείνεται η «Νέα Κριτική» ανάμεσα στο γλωσσικό σημείο και το αντικείμενο παρεμβάλλεται η ψυχολογική αντίδραση του αναγνώστη, τότε το ποίημα είναι, πρωτίστως, μια λεκτική εικόνα που απαιτεί τις δικές της ορίζουσες αποκωδικοποίησης. Εδώ είναι που η τεχνική του “close reading” έχει να προσφέρει πολλά επικεντρώνοντας στην αισθαντική πρόσληψη του ποιητικού λεκτικού άνευ όρων με την αξιοποίηση της συναισθηματικής εμπλοκής του αναγνώστη. Από την άποψη αυτή το κείμενο προσλαμβάνεται «τακτοποιημένο ως ποίημα» και «γίνεται α - χρονικό, πλήρες στον εαυτό του». Έτσι, «μπορεί να στέκει σε συμβολικό επίπεδο». Εδώ ακριβώς αναδύεται η έννοια της ποιητικότητας και η ανάγκη κατανόησής της με αισθαντικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο από τα παιδιά. Μιας ποιητικότητας που ενδεχομένως να αποτελεί ίδιον της ανθρώπινης νόησης ως δυνατότητα, τουλάχιστον. Χρέος του φιλολόγου, λοιπόν, αναδεικνύεται η απόπειρα έμπρακτης επιβεβαίωσης αυτής της δυνατότητας.
   Πώς όμως μπορεί ο αναγνώστης – μαθητής και η αναγνώστρια μαθήτρια να προσλάβουν το κείμενο, και το ποιητικό κείμενο;  Για τον Adorno «ακόμα και το πιο εύστοχα ερμηνευμένο έργο εξακολουθεί να επιθυμεί την κατανόησή του, σα να περιμένει το λόγο που θα λύσει τα μάγια, που θα διαλύσει τη συστατική του συσκότιση. Η παρακολούθηση των έργων τέχνης με τη φαντασία είναι το τελειότερο και το πιο απατηλό υποκατάστατο της κατανόησης, καθώς βέβαια και ένα από τα στάδια της.»
   Βεβαίως η πρώτη ανάγνωση δεν έχει να στηριχτεί παρά μόνο στο ασυνείδητο, που ακόμα κι αν είναι δομημένο σαν μια άλλη γλώσσα, η ενεργοποίηση του δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από την ασάφεια. Είναι η νοητική λειτουργία της φαντασίας εκείνη που ως ελεύθερη περιπλάνηση της συνείδησης έρχεται να αποκαταστήσει τα κενά της κατανόησης «γεμίζοντας» τα.
   Ως εκ τούτου, αν τo λογοτεχνικό κείμενο, το ποίημα ως αντικείμενο είναι σαφώς προσδιορισμένο, ωστόσο, ως νόημα, ως υποκείμενο δηλαδή, είναι ελεύθερο, αφού η συνείδηση δεν αντιγράφει τον κόσμο, αλλά τον αναπαριστά αναδημιουργώντας τον. Μήπως όμως όχι μόνο η ανάγνωση του ποιήματος αλλά και η δημιουργία του δεν είναι μια αναδημιουργική αναπαράσταση του κόσμου – η μετάβαση σε μια άλλη πραγματικότητα, σε έναν άλλο κόσμο που τον συνέχει μια κάποια «δική του» κωδικοποίηση, άρα έχει και τη δική του γλώσσα, την ποιητική γλώσσα; Αν είναι έτσι τα πράγματα, η ποιητική γλώσσα, ο ποιητικός, ας πούμε, κώδικας φέρει τα δικά του σημεία και σύμβολα, τη δική του «πρώτη ύλη». Η αποκωδικοποίηση της από τα παιδιά αποτελεί την πρωταρχική συνθήκη κατανόησης του ποιητικού κειμένου και η εκμάθηση και η χρήση της το προαπαιτούμενο για την παραγωγή της.
   Πώς μπορεί πρακτικά να γίνει αυτό; Σε μια εποχή ιδιαζόντως «αντιποιητική» η εξοικείωση με τον ποιητικό λόγο προβάλλει εξαιρετικά αναγκαία προκειμένου οι μαθητές να έρθουν σε μια πρώτη επαφή με δείγματα του. Ξεκινάμε λοιπόν με έναν «βομβαρδισμό» ποιητικών κειμένων κατά προτίμηση μελοποιημένων μέσω των οποίων τα παιδιά σιγά – σιγά και λίγο – λίγο με επαγωγικό τρόπο εξοικειώνονται με τις συμβάσεις της ποιητικής γλώσσας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα βήματα: Απρόσμενος και ανατρεπτικός συνδυασμός λέξεων, λειτουργίες αισθήσεων – εικονοποιία (χρώματα, ήχοι, μυρωδιές κ. λ. π. ), χρήση συμβόλων, υπόσταση, τελικά, μιας άλλης γλώσσας – ποιητικής. Μέσα από την όλη διαδικασία ο ζητούμενος διδακτικός στόχος είναι η ποιητική αισθαντικότητα των παιδιών, η συναίσθηση του πώς λειτουργεί ποιητικά η γλώσσα, καθώς δεν «περπατά», αλλά «χορεύει», σύμφωνα με την εύστοχη μεταφορά του Πωλ Βαλερύ. Είναι, πλέον, σαφές στους μαθητές και τις μαθήτριες μας ότι τα περίφημα σχήματα λόγου δεν είναι κάποιες ιδιοτροπίες της γραμματικής αλλά οι δομικές συμβάσεις της ποιητικής γλώσσας.
   Με όλα τα προηγούμενα στο γνωστικό τους οπλοστάσιο τα παιδιά μπορούν στη συνέχεια να προσεγγίσουν την ποιητικότητα στην αυθεντικότητά της με τη διαπραγμάτευση ενός ποιητικού κειμένου το οποίο θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως ένα ποίημα για την ποίηση. Ένα τέτοιο ποίημα είναι το φιλοξενούμενο στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Γυμνασίου «Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας …» του Γιώργου Σαραντάρη. Όπως προκύπτει και από το σχετικό φύλλο εργασίας η ενασχόληση των παιδιών με το συγκεκριμένο ποίημα στοχεύει: 1. Στην αναγνώριση των συμβάσεων της ποιητικής γλώσσας 2. Στην ανάγνωση του όλου ποιητικού κειμένου ως μιας απόπειρας μετάβασης από τη νόρμα της πραγματικότητας στην ελεύθερη περιδιάβαση της φαντασίας 3. Στην απόκτηση εφοδίων, ώστε με τη χρήση του κατάλληλου προοργανωτή, να καταστεί δυνατή η παραγωγή ποιητικού λόγου.
   Η διδακτική πράξη με αξιοποίηση της συνδιδασκαλίας, της ομαδοσυνεργατικής μεθόδου, της διαθεματικότητας, της διεπιστημονικότητας και της χρήσης των νέων τεχνολογιών απέδειξε ότι – κατά μικρή παράφραση του Πικάσσο – όλα τα παιδιά είναι ποιητές, το ζήτημα είναι αν θα παραμείνουν …

Παναγιώτης Στιβακτάς, Μάρω Χαραμή





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου